επαπερεύγω

επαπερεύγω
ἐπαπερεύγω (Α)
1. κάνω εμετό, ξερνώ
2. μτφ. βγάζω από μέσα μου, ξεχύνω («μή, ὡς αἰχμαλώτῳ, ἐπαπερύγης τὸ πάθος», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + από + *ερεύγω, ενεργ. τ. τού ερεύγομαι και απαντά μόνο εν συνθέσει].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”